Ποιητική Υμνωδία, Εκδόσεις Αμφικτυονίας Ελληνισμού.
«Προσφυγιά – αρμονίας κατάλυση» ονομάζεται η Ποιητική Υμνωδία της Ευαγγελίας – Αγγελικής Πεχλιβανίδου και είναι αφιερωμένη σε όλους τους Έλληνες πρόσφυγες που αναγκάστηκαν υπό βίαιες και απάνθρωπες συνθήκες να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες αλλά και σ’ εκείνους που πότισαν με το αίμα τους την πατρογονική τους γη. Διαβάζοντας αυτούς τους συναισθηματικά φορτισμένους στίχους, ο αναγνώστης κατανοεί αμέσως πως η ποιήτρια ένιωθε στα κύτταρά της την ιερή υποχρέωση να δημιουργήσει ένα έργο αντάξιο της ιστορικής βαρύτητας των πραγματικών γεγονότων. Ορμώμενη από τα παιδικά της ακούσματα και από την ποντιακή της καταγωγή απέδωσε με την πρέπουσα ποιότητα όλο αυτόν τον τραγικό κύκλο της ζωής των προσφύγων. Από την χαρούμενη καθημερινή τους ζωή και την φιλική συμβίωση με τους αλλόθρησκους κατοίκους, ως την άτακτη φυγή και την πορεία τους προς τον θάνατο. Η ποιητική αυτή υμνωδία είναι χωρισμένη σε ενότητες - στάσεις ώστε με αρμονικό και γραμμικό τρόπο να εισάγεται ο αναγνώστης στο βαθύ πρόβλημα του ξεριζωμού, που ολοκληρώθηκε το 1922. Και πώς να ξεκινήσει κανείς ένα τέτοιο έργο; Μα φυσικά με τις αναμνήσεις μιας ζωής όμορφης κι ευτυχισμένης, που ξαφνικά σκοτείνιασε και έχασε τον ήλιο της. Χάθηκε ο ζωογόνος ήλιος, σίγησε η καμπάνα της πίστης τους, έσβησε το φεγγάρι του ρομαντισμού, κόπηκαν οι μακραίωνες ρίζες, διακόπηκαν οι καθημερινές συνήθειες, έμειναν πίσω μόνα κι εγκαταλελειμμένα τα ιερά σύμβολά της θρησκείας τους. Σταυροί, τάφοι, μοναστήρια, η ίδια η Παναγιά…
Άφησα πίσω μου τις ρίζες μου.
Δεν ξεριζώνονται τα δέντρα τα χιλιόχρονα
Είναι βαθιά η γη, παντού οι ρίζες
Στο λίνο της θηλάζουν ιστορία.
Η ποιήτρια συνεχίζει με τη φυγή και την πορεία προς το άγνωστο. Μια πορεία που ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Ο κατατρεγμένος άνθρωπος που δεν θέλει ν’ αφήσει πίσω του όλα αυτά που τον καθορίζουν σαν οντότητα, μα που πρέπει να περπατήσει μακριά για να σωθεί.
Χιλιόμετρα μακρύς ο ομφάλιος λώρος
Δεν μπορώ να τον κόψω.
Δεν θέλω να τον κόψω.
Το αίμα που σφαδάζει στον πλακούντα
Είναι και δικό μου.
Δεν θέλω ν’ αφήσω πίσω μου τη Μάνα μου…
Κατόπιν έρχεται η στιγμή της θύμησης και της αναπόλησης. Θρύλοι, παραδόσεις, Ιστορία, όνειρα, παιχνίδια, καθημερινή ζωή. Η Ελλάδα ολάκερη μέσα από την πλούσια γραπτή της παράδοση. Μα και το παιδί – μαθητής, που αναγκάζεται να τα αφήσει όλα πίσω του και να ενηλικιωθεί μέσα σε λίγες μόνο ημέρες…
….Κι άφησα πίσω τα παιχνίδια μου
Το παρελθόν και το μέλλον μου
Τα ’κρυψα κάτω απ’ το πλατύσκαλο της ξώθυρας
Ελπίζοντας στο γυρισμό,
Αγνοώντας…
Πώς ν’ αφήσεις πίσω σου τόσους αγώνες ζωής; Πώς ν’ αποδεχτείς τη ραγδαία αλλαγή; Όταν με τον τόπο σου, με τα δέντρα σου, με το χώμα σου έχεις γίνει ένα; Και πώς να λησμονήσεις όλους εκείνους που δεν τα κατάφεραν; Κι όμως προσπαθείς να συμβιβαστείς με τα άσχημα βιώματα αλλά και να καταπιείς το φαρμάκι της συμφοράς.
Πήρα τους σπόρους μου γυρεύοντας αλλού
Βάλσαμο ν’ απιθώσω τα όνειρά μου…
* * *
Κι είδα γερόντια-δέντρα ωριμασμένα-
Να αγκαλιάζουνε τις ρίζες τους με πάθος.
Κορμός και ρίζες γίναν ένα στη στιγμή του χωρισμού…
Η 5η στάση είναι αφιερωμένη στα ατέλειωτα καραβάνια των προσφύγων. Στην μάταιη αναμέτρηση με τον ίδιο τον χάρο που αδυσώπητος στέκεται πάνω από τα ταλαιπωρημένα τους κορμιά για να τα κατασπαράξει. Μα παρόλο που εκείνοι είναι τα θύματα οι ευθύνες βαραίνουν τις πλάτες κάποιων άλλων ανθρώπων. Τούρκων, που διψούσαν για εθνοκάθαρση, Ελλήνων, που έπαιξαν με τις δικές τους ψυχές και αλλοεθνών, που αδράνησαν μπροστά στις φρικαλεότητες που συνέβαιναν μπροστά στα μάτια τους. Μα εκείνοι προχωρούν κρατώντας στα χέρια τους λίγο χώμα απ’ την πατρίδα τους. Σαν προζύμι για το νέο ψωμί στο νέο κόσμο, μας λέει η ποιήτρια. Λίγο χώμα που θα μοιραστεί τσιμπιά τσιμπιά για να μπολιάσει την κάθε νέα τους δραστηριότητα στη μάνα Ελλάδα.
* * *
Στα καράβια ανθρώπινοι-μπόγοι στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, ενώ τα παιδιά παλεύουν να επιβιώσουν με το στεγνό γάλα της μάνας τους. Μα και τα κάρα φορτωμένα λιγοστές ελπίδες σκυφτά πορεύονται στις αυλακιές του αφιλόξενου πλέον χώματος της Ανατολής. Οι νεκροί σε κάθε βήμα περισσότεροι και η ελπίδα κουκίδα στον τεράστιο ορίζοντα.
Και μπροστά η χαραυγή, τα παιδιά μας
Άλλο κολλημένο στ’ αδειανό βυζί της μάνας.
Άλλο κουρνιασμένο στο στιβαρό κόρφο του πατέρα
Όπου η καρδιά χτυπούσε από κακό προαίσθημα
Τα μοιρολόγια σκίζουν τη σιωπή για τους χιλιάδες νεκρούς του ανθρώπινου παραλογισμού. Η ποιήτρια στιγματίζει τη βία των εξολοθρευτών του ελληνικού γένους, που δεν επέδειξαν ίχνος ανθρωπισμού ούτε ακόμα απέναντι στους γέρους και τα γυναικόπαιδα. Η οργή και το μίσος φουντώνει στα στήθια του επιζόντα που αναζητά τους τρόπους να το ημερεύσει. Μα ακόμα κι αν καταφέρει να το τιθασεύσει, η μνήμη του δεν θα στερέψει ποτέ. Πάντα θα θυμάται. Είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Η 10η στάση είναι κατά τη γνώμη μου και η πιο δυνατή καθώς περιγράφονται οι κτηνωδίες στον άμαχο πληθυσμό κυρίως μέσα από πραγματικά περιστατικά, που βίωσαν οι συγγενείς της ποιήτριας. Αυτή η ενότητα βρίθει από πόνο, αίμα και περιπτώσεις που ο Θεός έβαλε το χέρι του για τη σωτηρία των αθώων. Στο «εξόδιο νανούρισμα» δεν μπορείς να μην συγκινηθείς και αφήνεις δάκρυα λύπης να πέσουν…
Το τέλος της ταλαιπωρίας και η αποφυγή του θανάτου δεν σηματοδοτούν τον ερχομό της λύτρωσης. Χιλιάδες άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με πρωτόγνωρα προβλήματα μέσα σε μια χώρα που μάζευε τα δικά της κομμάτια. Μα η ποιήτρια δεν προχωράει παραπέρα, βάζοντας τελεία σ’ αυτό το έξοχο λογοτεχνικό έργο. Ο σκοπός της δεν ήταν το ύστερα, που έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολο για τους επιζήσαντες, μα το τότε. Αυτό που επιδίωκε κυρίως ήταν να εξυμνήσει αυτούς, που χάθηκαν άδικα κάτω από σκοπιμότητες και συμφέροντα, αλλά και αυτούς, που ματωμένοι αναδύθηκαν από τις στάχτες τους. Να μας κάνει να αισθανθούμε, να θυμηθούμε και να γίνουμε κοινωνοί της πικρής αλήθειας. Να μην ξεχάσουμε ποτέ πως εκείνοι οι «δικοί μας» άνθρωποι δολοφονήθηκαν απάνθρωπα και δεν «συνωστίστηκαν» σε κάποια προβλήτα, όπως ανόητα διατείνονταν κάποιοι, μέσα από σχολικά εγχειρίδια… Και με οδηγό τα παθήματα των προγόνων μας να ατενίσουμε με περισσότερη αισιοδοξία το μέλλον μας. Άλλωστε όπως εύστοχα κλείνει η ποιήτρια,
Αυτή η μικρή Ελλάδα
Που είναι σπαρμένη με Γολγοθάδες
Και ατέλειωτους σταυρούς
Πάντα θα ζει Ανατάσεις
Και Αναστάσεις
Και Αναλήψεις.
(Το βιβλίο περιέχει πλούσιο φωτογραφικό υλικό)
Αλέξανδρος Ακριτίδης
Συγγραφέας - Απόφοιτος Ανθρωπιστικών Σπουδών